συν-

συν-
και με τις μορφές συ-, συγ-, συμ-, συλ- και συρ-, ΝΜΑ
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το -ν σε μ (πρβλ. συμ-βάλλω, σύμ-μαχος, συμ-πάσχω), πριν από τα ουρανικά σύμφωνα κ, γ, χ, ξ τρέπει το -ν σε γ (πρβλ. συγ-γράφω, συγκλονίζω, συγ-χαίρω), πριν από τα λ, ρ, σ, ν αφομοιώνει το -ν σε αυτά τα σύμφωνα (πρβλ. συλ-λαμβάνω, συρ-ράπτω, συσ-σωρεύω), ενώ πριν από το σ ακολουθούμενο από σύμφωνο και πριν από το ζ η πρόθεση αποβάλλει το -ν (πρβλ. συ-σκοτίζω, σύ-ζυγος). Διαλεκτικώς, στη Δημοτική το ν τής πρόθεσης αποβάλλεται και πριν από τα β, γ, θ, ξ, φ, χ, ψ (πρβλ. συβάζω, σύξυλος, συφορά, συχώριο). Η πρόθεση σύν συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει ποικιλία σημασιών: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β' συνθετικού (πρβλ. συγ-κινώ, συλ-λαμβάνω, συμ-παγής, σύμ-πας, συνάμα, σύν-ολο, συν-ταράζω, συ-θέμελα, συναρπάζω, συν-τρίβω, σύν-οιδα)
β) ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό γίνεται με τη βοήθεια κάποιων, από κοινού, μαζί, ομαδικά (πρβλ. συμ-μετέχω, συμ-πράττω, συν-ήγορος, συν-τελώ, συν-οδός, συν-εργός, συμ-πρωταγωνιστής, συν-διδασκαλία, συγ-κατοικώ, συν-ταξιδεύω, συμ-παραστέκομαι, συν-ασπίζομαι)
γ) ταυτότητα, ομοιότητα (πρβλ. συν-αινώ, σύμ-φωνος, σύγ-χρονος, συν-ομίληκος, συν-ώνυμος, συν-ήθης, συμπίπτω)
δ) το μέσο, το όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. συγ-κοινωνία)
και ε) στενή, αναγκαία σχέση, ένωση, λογική ακολουθία (πρβλ. συν-αιρώ, συν-άπτω, συν-δέω, συνίσταμαι, συν-αρμολογώ, συν-ουσία, συνειρμός, συν-επαγωγή). Με την πρόθεση σύν, τέλος, ως α' συνθετικό πλάστηκαν αρκετοί ξεν. επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. συγ-γένεση < γαλλ. syngenesis, συγ-χρονία < γαλλ. synchronie, συν-δακτυλία < αγγλ. syndactylia, συν-οστέωση < αγγλ. synosteosis, συν-δικαλισμός < γαλλ. syndicalisme, συν-δικάτο < γαλλ. syndicatus), ενώ απαντούν και όροι όπου το συνέχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει το ξεν. con-/co- και οι οποίοι είναι είτε αποδόσεις τών ξεν. όρων (πρβλ. συμ-πυκνω-τής < γαλλ. condensateur, συν-ομοσπονδία < γαλλ. confederation) είτε νόθα αντιδάνεια (πρβλ. συν-ένζυμο < γαλλ. coenzyme, συλλιπάση < γαλλ. colipase).Σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση συν: συγγενής, συγκαίω, συγκαλύπτω, συγκαλώ, συγκαταλέγω, συγκατανεύω, συγκατατίθημι, συγκάτοικος, συγκεφαλαιώ(νω), συγκινώ, συγκλίνω, συγκλονίζω, συγκοινωνώ, συγκολλώ, συγκόπτω, συγκρατώ, συγκρίνω, συγκροτώ, συγκρούομαι, συγχαίρω, συγχέω, σύγχρονος, συγχωνεύω, συγχωρώ, συζητώ, συζυγής, σύζυγος, συζώ, συλλαμβάνω, συλλέγω, συλλυπούμαι, συμβαδίζω, συμβαίνω, συμβάλλω, συμβία, συμβιβάζω, συμβιώνω, συμβουλεύω, σύμβουλος, συμμαθητής, σύμμαχος, συμμερίζομαι, συμμετέχω, σύμμετρος, συμμορφώνω, συμπαγής, συμπαθής, συμπαρασύρω, συμπαρομαρτώ, σύμπας, συμπάσχω, συμπατριώτης, συμπεραίνω, συμπεριλαμβάνω, συμπιέζω, συμπίπτω, συμπλέκω, συμπλέω, Συμπληγάδες, συμπληρώνω, συμπολίτης, συμπονώ, συμπορεύομαι, συμπότης, συμπράττω, συμπτύσσω, συμπυκνώνω, συμφέρω, συμφοιτώ, συμφύρω, σύμφωνος, συμψηφίζω, συνάγω, συναγωνίζομαι, συνάδελφος, συναθροίζω, συναινώ, συναιρώ, συναισθάνομαι, συναλλάσσομαι, συνάμα, συναναστρέφομαι, συναντώ, συναποτελώ, συνάπτω, συναρθρώνω, συναρμόζω, συναρμολογώ, συναρπάζω, συναρτώ, συνασπίζω, συναυλία, συναφής, συνδέω, συνδιαλάσσω, συνδυάζω, σύνεγγυς, σύνεδρος, συνεισφέρω, συνέλευση, συνέντευξη, συνενώνω, συνεργάζομαι, συνέρχομαι, συνέταιρος, συνέχω, συνήγορος, συνήθης, συνιστώ, συνοδεύω, σύνοδος, σύνοικος, συνομίληκος, συνομιλώ, συνομολογώ, συνουσία, σύνοψη, συνταράσσω, συντάσσω, συντείνω, συντελώ, συντίθημι, σύντομος, συντρέχω, συντρίβω, συνυπάρχω, συνωθώ, συνωμότης, συνώνυμος, συρράπτω, συρρέω, συσκέπτομαι, συσκευάζω, συσπειρώνω, συσπώ, σύσσωμος, συσσωρεύω
αρχ.
σύγγαμος, συγγίγνομαι, συγκλείω, συγκρύπτω, συλλήγω, συλλύω, συμπείθω, συμπέμπω, συμπενθώ, συμπλάσσω, συμπληθύνω, σύμφημι, σύμφθογγος, σύνοιδα
αρχ.-μσν.
συγγιγνώσκω, συμβαπτίζω, συμβαστάζω, συμμένω, σύμπλευρος, συμπνέω, συμπνίγω
μσν.
συγγεμίζω, συγκοσμίζω, συμβάπτω, συμπαρθενεύω, σύμπονος
μσν.- νεοελλ.
συμβασιλεύς, συμπέ(ν)θερος, συμφιλιώ(νω), συνάνθρωπος, σύνορο(ν), σύντεκνος, συσκοτίζω
νεοελλ.
συγγένεση, σύγγναθος, συγγράφω, συγκαρπία, συγκεντρώνω, σύγκορμος, σύγκρυο, συγυρίζω, συγχρονία, σύδεντρο, σύθαμπο, συθέμελος, συμμαζεύω, συμπαραστέκομαι, συμπεριφέρομαι, συμπρωταγωνιστής, συμπρωτεύουσα, συνδακτυλία, συνδιδασκαλία, συνδικαλισμός, συνδικάτο, συνεννοούμαι, συνενοχή, συνερίζομαι, σύννεφο, συνοδός, σύνολο, συνομοσπονδία, συνομοταξία, συνονθυλεύω, συνονόματος, συνοστέωση, συνταιριάζω, συνταξιδεύω, συνταυτίζω, συντονίζω, συνυπεύθυνος, συν(ν)υφάδα, συνωστίζομαι, σύξυλος, σύρριζα, συρρικνώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • σύν — with. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”